- μονοήμερος
- και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέραμσν.(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέραςαρχ.1. αυτός που απαιτεί μία μέρα2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).επίρρ...μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερατην ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.
Dictionary of Greek. 2013.